- κόνδυ
- κόνδυ, -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση τής λ.].
Dictionary of Greek. 2013.