κόνδυ

κόνδυ
κόνδυ, -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)
είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυ
ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση τής λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κονδύλιον — κονδύλιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κόνδυ*) ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού κόνδυ το λ με επίδραση πιθ. τού κόνδυλος*] …   Dictionary of Greek

  • кандия — кандея медная чаша, служившая в монастырях колокольчиком (Мельников и др.), цслав. кандиɪа саmраnа (Мi. LР 282), укр. кандiйка, кондiйка деревянный сосуд для освящения воды в церкви , др. русск. кандиɪа, Проск. Арсен. Сухан. 279, 280. Вероятно,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γόνδολα — (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”